Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

ο μοναδικό σωματείο που κατέθεσε αυτή την έκθεση ενώ την έχουν όλοι ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ:

Με διάταξη του άρθρ. 100 του Τελωνιακού Κώδικα, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, θεσμοθετήθηκε το άκρως παράδοξο οι καπνοβιομηχανίες, που κατά βάσιν ασχολούνται με το χονδρικό εμπόριο των βιομηχανοποιημένων καπνών, να καθορίζουν ελεύθερα την λιανική τιμή τους, χωρίς, ωστόσο αυτές να δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο.             Αποτέλεσμα της ρυθμίσεως αυτής ήταν οι καπνοβιομηχανίες, οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά και κατά σαφήν κατάχρησιν της θέσέως τους αυτής, αλλά και των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 703/1977, συμπίεσαν τις λιανικές τιμές των βιομηχανοποιημένων καπνών, με βάση τα στοιχεία του κόστους, όπως αυτές τα αντιλαμβάνονται, εις τρόπον ώστε η τελική λιανική τιμή τους, αφ’ ης στιγμής δεν έχει συνυπολογιστεί και το εύλογο κέρδος ημών, που δραστηριοποιούμαστε στο λιανικό εμπόριο, να φέρει κατεξοχήν τα χαρακτηριστικά της χονδρικής τιμής τους, εμείς δε να έχουμε οδηγηθεί σε πραγματικό αφανισμό, καθόσον λειτουργούμε με ανύπαρκτα περιθώρια κέρδους.             Η παραδοξότητα της πρακτικής άσκησης αυτής εντείνεται εάν αναλογιστούμε ότι στην περίπτωση των φαρμάκων, το μεν οι φαρμακοβηομηχανίες καθορίζουν την χονδρική τιμή τους, οι δε φαρμακοποιοί, που δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο, καθορίζουν την λιανική τιμή τους, χωρίς να είναι κατανοητό και κατά λογική αναγκαιότητα, αλλά και για το ενιαίο της αντιμετώπισης, γιατί να μην ισχύει η ίδια ρύθμιση και στην περίπτωση των βιομηχανοποιημένων καπνών!!             Σύμφωνα με το αρ. 3 παρ. 1 εδ. Α’ του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 , όσες φορές οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών – μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του αρ. 81 παρ 1 της Συνθήκης, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών – μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το αρ. 81 της Συνθήκης στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές.             Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών – μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού, σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρ. 82 της Συνθήκης, εφαρμόζουν επίσης το άρθρ. 82 της Συνθήκης.             Κατά το άρθρ. 86 ΣυνθΕΚ, το οποίο απευθύνεται στα κράτη – μέλη: .             Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, οι καπνοβιομηχανίες, οι οποίες έχουν συμφέρον να αυξήσουν τα έσοδα από την διακίνηση των βιομηχανοποιημένων καπνών, πρέπει να εξετάζουν κατά πόσο θα ήταν δυνατός ο συμβιβασμός των συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων με την διακίνησή τους, με σαφέστατη κατανομή του περιθωρίου κέρδους όλων των πλευρών, χονδρεμπόρων και λιανοπωλητών.             Σε τέτοιες περιπτώσεις, για να διασφαλισθεί η άνευ διακρίσεων ισόρροπη διασφάλιση των περιθωρίων κέρδους απάντων, πρέπει να αναζητείται, με ευθύνη της Πολιτείας μια συνολική λύση σε συνεργασία με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενόψει της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της να θεσμοθετεί και να παρέχει αρμοδιότητες, όπως συνέβη στην προρρηθείσα περίπτωση του άρθρ. 100 του Τελωνιακού Κώδικα.             Άλλωστε, η μονομερής παροχή από την Πολιτεία της αποκλειστικής αρμοδιότητας στον καθορισμό της λιανικής τιμής στις καπνοβιομηχανίες έχει αποκλείσει και σαφέστατα δεν εξυπηρετεί τους λιανέμπορους,  προσέτι δε η συμπεριφορά των καπνοβιομηχανιών στην αγορά δεν προσδιορίζεται από τους φυσικούς κανόνες της αγοράς, αλλά από τεχνητούς κανόνες (Βλ. άρθρ. 100 Τελων.Κώδικα), που επιβάλλουν συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, με αποτέλεσμα να υφίσταται παρεμπόδιση ή νόθευση του ανταγωνισμού, ο οποίος πρέπει να θεωρείται εντός του πραγματικού πλαισίου, στο οποίο θα διεξαγόταν, αν δεν υφίστατο η επίμαχη σύμβαση (ΔΕΚ 56/65, Societe technique miniere κατά Maschinenbau Ulm, Συλλ. 1966, Ελλ. Ειδ. Έκδ.σ. 313, 321).             Από τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι συνέπεια της θέσεως των καπνοβιομηχανιών, που κατέχουν ιδιαίτερα υψηλό μερίδιο της αγοράς, σε δεσπόζουσα θέση, με την βούληση της Πολιτείας και της εντεύθεν πραγματικής δυνατότητάς τους να καθορίζουν μονομερώς την λιανική τιμή των καπνοβιομηχανικών προϊόντων κατά τρόπο καταχρηστικό, αφού ουδέποτε ήλθαν σε συνεννόηση μαζί μας ως προς τον συνυπολογισμό και του δικού μας περιθωρίου κέρδους επί της τιμής αυτής, ως λιανοπωλητές των προϊόντων αυτών έχουμε, εξαιτίας της ανισότητας των μερών, περιέλθει σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.             Κατά την ερμηνεία της έννοιας της καταχρηστικής εκμεταλεύσεως λαμβάνοντας υπόψη ο σκοπός και το αντικείμενο προστασίας του Ν. 703/1977, ήτοι η προστασία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς καθώς και η προστασία της οικονομικής ελευθερίας των τρίτων. Στο πλαίσιο αυτό η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως επιχειρήσεως κρίνεται με βάση την αντικειμενική συμπεριφορά της, εφόσον αυτή της επιτρέπει να επηρεάζει τη διάρθρωση της αγοράς, στην οποία, λόγω της παρουσίας της ίδιας της επιχειρήσεως, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος και η τελευταία, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους απ’ αυτές που εφαρμόζονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού σε προϊόντα ή υπηρεσίες, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των εμπορικών της δραστηριοτήτων, παρεμποδίζει τη διατήρηση του επιπέδου του εναπομένοντος ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του.             Υπό το πρίσμα της διαπίστωσης αυτής, η παρέμβαση του άρθρου 2 του Ν. 703/1977 συνιστά παράνομη συμπεριφορά κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, έτσι ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι άλλοι όροι της διατάξεως αυτής, ο τρίτος που ζημιώνεται έχει αξίωση για αποζημίωση.-   Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ